-
1 пруд
1. (место разлива реки) το λιμνάριο, η λίμνη 2. (искусственный водоём) η τεχνητή λίμνη στην οποία εκτρέφονται τα ψάρια, το ιχθυοτροφείοнерестовый - για εκκόλαψη. пруд-охладитель η δεξαμενή ψύξης пружин{}а{} το ελατήριο, разг. η σούσταтормозная - του φρένου/της πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пруд